- ὑπαγομένη
- ὑπάγωleadpres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πουάζ — (Poise). Μονάδα μέτρησης του συντελεστή ιξώδους στο σύστημα CGS. Το ιξώδες, ή εσωτερική τριβή, εμφανίζεται ως αντίσταση ενός ρευστού να κινηθεί υπό την επίδραση μιας δύναμης. Λέμε ότι ένα ρευστό έχει ιξώδες 1 π., όταν απαιτείται δύναμη μιας δύνης … Dictionary of Greek
πουαζέιγ — το, Ν μονάδα μέτρησης τού συντελεστή δυναμικού ιξώδους, υπαγόμενη στο διεθνές σύστημα μονάδων, τής οποίας η ονομασία έχει εγκαταλειφθεί και αντ αυτής χρησιμοποιείται ο όρος πασκάλ επί δευτερόλεπτα (Pa s) … Dictionary of Greek
Κρητεία ή Κρατείο — Πόλη της Βιθυνίας, που μετονομάστηκε σε Φλαβιούπολη. Ο Ιεροκλής την αναφέρει τον 6o αι. μ.Χ. με την ονομασία Κρατία, ως επισκοπή υπαγόμενη στη μητρόπολη Κλαυδιουπόλεως. Πρόκειται για τη σημερινή πόλη Γερενδέ ή Κερεντέ, όπου και σώζονται ερείπια… … Dictionary of Greek
Σερβία — I (Srbija). Ομόσπονδη Δημοκρατία της πρώην Γιουγκοσλαβίας, της οποίας καταλαμβάνει κατά μεγάλο μέρος το ανατολικό τμήμα. Έχει έκταση 88.364 τ. χλμ. και πληθυσμό 9.830.000 περίπου κατ. Πρωτεύουσα είναι το Βελιγράδι, που είναι επίσης και πρωτεύουσα … Dictionary of Greek
Φριούλι — (Friuli). Ιστορική περιοχή της βορειοανατολικής Ιταλίας υπαγόμενη στη διοικητική περιοχή Φριούλι Βενετία Τζούλια. Εκτείνεται από τις Καρνικές Άλπεις έως την Αδριατική θάλασσα και διασχίζεται από τον ποταμό Λιβέντζα. Στην περιοχή βρέθηκαν… … Dictionary of Greek